Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

Νικηταράς ο Τουρκοφάγος - Ο ήρωας που ζητιάνευε



Του Ηλία Μπουρμπούλα

Δε ξέρω πώς να γράψω αυτές τις λέξεις τις μικρές.
Δε ξέρω πώς να γράψω εγώ ο μικρός για εσένα τον Μεγάλο.
Δε ξέρω τι να πω για σένα που τόσα λίγα ξέρουμε.
Για σένα τον Tίμιο.
Για σένα τον Aνδρείο.
Για  σένα το Γενναίο.
Για σένα τον Έλληνα.

Εγώ με τεράστια ευλάβεια θα χαράξω στο χαρτί λίγες κουβέντες για το μεγαλείο σου. Για τον αγώνα που εσύ ο ίδιος έκαμες.
Που ποτέ δε ζήτησες φλουριά και λάφυρα.
Εσύ που προτιμούσες η φαμελιά σου να πεινάει παρά να στερήσεις από τη δόλια την Ελλάδα έστω και ένα γρόσι.
Είσαι αυτός ο οποίος θα γεννιόσουν εκατό φορές για να την λευτερώσεις. Ω Νικήτα Σταματελόπουλε.
Ο  Νικηταράς ο Τουρκοφάγος όπως έχεις μείνει στις καρδιές όλων των Ελλήνων.
Των δικών σου ανθρώπων.
Των ανθρώπων των οποίων θυσίασες τα καλύτερα σου χρόνια στις αντάρες των μαχών, στις ράχες, στα βουνά.

Εσύ πρωταγωνιστεί όλων των μεγάλων αγώνων.
Πάντα ήσουν πλάι στο θείο σου τον Κολοκοτρώνη. 
Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Βαλτέτσι, Δολιανά αυτές είναι μονό λίγες από τις μάχες στις οποίες ήσουν παρών και έδωσες όλη σου τη ψυχή. 
Ποιος θα ξεχάσει όταν εσύ στα Δερβενάκια έσπασες τρία σπαθιά και το τέταρτο έμεινε κολλημένο στο χέρι σου.
Το χέρι αυτό που έπλασε τα πρώτα σύνορα της ελεύθερης Ελλάδος.

Κανείς δε θα ξεχάσει όταν έκαμες τον έθνος των Ελλήνων Λεύτερο, τη πληρωμή σου.

Η πληρωμή σου για τις πολύτιμες υπηρεσίες σου στο έθνος ήταν η φυλακή, τα βασανιστήρια, το ξύλο και η παραλίγο θανατική σου καταδίκη για τις τόσο πολύτιμες και μεγάλες υπηρεσίες στον αγώνα ενάντια στο τύραννο.
Εσύ Νικήτα αφού έλαβες την πληρωμή σου έπειτα σε άφησαν ελεύθερο. 
Τραγική ειρωνεία, είναι κάνεις να γελά με τα παιχνίδια που παίζει η μοίρα στις ζωές των ανθρώπων.

Άφησαν ελεύθερο τον άνθρωπο τον οποίο ελευθέρωσε ένα έθνος και έδωσε την ευκαιρία να το κυβερνήσουν κάποιοι ξένοι.
Σε άφησαν άρρωστο, τυφλό και σακατεμένο.
Μα τότε ο καλός μας βασιλιάς ο Όθωνας σου έδωσε μια σύνταξη και την άδεια να ζητιανεύεις σε μια εκκλησία απέξω όπου δε πέρναγε ψυχή.

Τότε έτυχε να σε βρει ένας φίλος σου ξένος, από τον καιρό που πολεμούσες, να ζητιανεύεις και σε ρωτά τι κάνεις εκεί.
Απαντάς εσύ γεμάτος περηφάνια «Κάθομαι εδώ και καμαρώνω τη λεύτερη πατρίδα μου. Η πατρίδα μου  με τίμησε με σύνταξη για να ζω ευπρεπώς και με άνεση». 

Ο ξένος όμως γνώριζε την ανέχεια από την οποία μαστιζόταν ο Νικηταράς, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με φλουριά.
Ο εξαθλιωμένος  Νικήτας φώναξε το ξένο και του λέγει «κάτι σου έπεσε και μάλιστα είναι φλουριά. Πρόσεχε γιατί η περιοχή είναι επικίνδυνη».

Αυτός ο άνθρωπος ήσουν εσύ, Νικήτα Σταματελόπουλε.
Ο ταπεινός και γεμάτος περηφάνια. Ήσουν αυτός ο οποίος είχε ως μόνη χαρά τη προσφορά στο έθνος.
Ήσουν αυτός που είπες κάποτε στη γυναίκα σου «πάρε αυτή τη ταμπακέρα για να με θυμάσαι γιατί μετά τη πατρίδα πιο πολύ αγαπώ εσένα». 
Όταν ακόμη πέθανες η πατρίδα σε τίμησε και σε έθαψε δίπλα στο θείο σου όπως ο ίδιος είχες  ζητήσει και φρόντισε να χαθεί το μνήμα σου και το δοξασμένο σου λείψανο.

Πάσα Ελληνική γης έχει ανοιχτές τις αγκάλες της  για να φιλοξενεί το άψυχο και απολεσθέν λείψανο  σου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου